- ἐκθέτων
- ἔκθετοςsent out of the housemasc/fem/neut gen plἐκτίθημιset outaor imperat act 3rd dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
αρρητίνωτος — ον ο αρετσίνωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρητίνη «ρετσίνι». Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κατάλογο Εκθετών Α Ολυμπιάδος] … Dictionary of Greek
εκθετοτρόφος — ο, η αυτός που έχει αναλάβει τη συντήρηση και ανατροφή τών έκθετων παιδιών και συνήθως οι γυναίκες που θηλάζουν και φροντίζουν τα έκθετα παιδιά … Dictionary of Greek
βρεφοκομείο — το φιλανθρωπικό ίδρυμα για την περίθαλψη έκθετων βρεφών: Τα βρεφοκομεία είναι τα ιδρύματα στα οποία απευθύνονται εκείνοι που θέλουν να υιοθετήσουν παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)